-
1 κατοικια
ἥ1) заселение, колонизация(τόπος εὐφυές πρὸς κατοικίαν Polyb.)
2) основание, закладывание(κατοικίαι πόλεων Plut.)
3) селение, поселок, деревня(αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.)
1 κατοικια
(τόπος εὐφυές πρὸς κατοικίαν Polyb.)
(κατοικίαι πόλεων Plut.)
(αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.)